αρτέμων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρτέμων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό

ο αρτέμων (πράσινο) και γενοβέζικος αρτέμων (γαλάζιο)
αρτέμων αρσενικό
- τύπος μικρού τριγωνικού πανιού της πλώρης ιστιοφόρου
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.