φλασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φλασιά | οι | φλασιές |
| γενική | της | φλασιάς | των | φλασιών |
| αιτιατική | τη | φλασιά | τις | φλασιές |
| κλητική | φλασιά | φλασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φλασιά θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.