αναλαμπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλαμπή οι αναλαμπές
      γενική της αναλαμπής των αναλαμπών
    αιτιατική την αναλαμπή τις αναλαμπές
     κλητική αναλαμπή αναλαμπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναλαμπή < αναλάμπω

Ουσιαστικό

αναλαμπή θηλυκό

  1. ξαφνική λάμψη μέσα στο σκοτάδι, απρόσμενο λαμποκόπημα, φεγγοβολή
  2. ξαφνική και απρόσμενη βελτίωση (υγείας, μνήμης)
    Χάρηκα που μου μίλησε για ένα λεπτό λογικά, είπα "Αχ! Θα γίνει καλά! Θα της περάσει η άνοια κι ας λένε οι γιατροί πως αποκλείεται", αλλά αυτό δεν έγινε βέβαια, ήταν απλά η τελευταία αναλαμπή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.