αναλαμπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναλαμπή | οι | αναλαμπές |
| γενική | της | αναλαμπής | των | αναλαμπών |
| αιτιατική | την | αναλαμπή | τις | αναλαμπές |
| κλητική | αναλαμπή | αναλαμπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναλαμπή < αναλάμπω
Ουσιαστικό
αναλαμπή θηλυκό
- ξαφνική λάμψη μέσα στο σκοτάδι, απρόσμενο λαμποκόπημα, φεγγοβολή
- ξαφνική και απρόσμενη βελτίωση (υγείας, μνήμης)
- Χάρηκα που μου μίλησε για ένα λεπτό λογικά, είπα "Αχ! Θα γίνει καλά! Θα της περάσει η άνοια κι ας λένε οι γιατροί πως αποκλείεται", αλλά αυτό δεν έγινε βέβαια, ήταν απλά η τελευταία αναλαμπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.