φλας

Νέα ελληνικά (el)

Παλιός τύπος φλας

Ετυμολογία

φλας < flash < flashen (μάλλον ηχομιμητικό)

Ουσιαστικό

φλας ουδέτερο άκλιτο

  1. μηχανισμός φωτογραφικής μηχανής για τον άπλετο φωτισμό σκοτεινών χώρων ή κατά τις νυχτερινές λήψεις ώστε να βελτιωθεί το αποτέλεσμα
  2. η λάμψη από το μηχανισμό της φωτογραφικής μηχανής
  3. φώτα δείκτη κατεύθυνσης, αλλά και το καθένα από τα φώτα οχήματος που αναβοσβήνει με συγκεκριμένη συχνότητα για να προειδοποιήσει τους άλλους ότι το όχημα θα στρίψει αριστερά ή δεξιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.