φλας
Νέα ελληνικά (el)

Παλιός τύπος φλας
Ετυμολογία
- φλας < flash < flashen (μάλλον ηχομιμητικό)
Ουσιαστικό
φλας ουδέτερο άκλιτο
- μηχανισμός φωτογραφικής μηχανής για τον άπλετο φωτισμό σκοτεινών χώρων ή κατά τις νυχτερινές λήψεις ώστε να βελτιωθεί το αποτέλεσμα
- η λάμψη από το μηχανισμό της φωτογραφικής μηχανής
- φώτα δείκτη κατεύθυνσης, αλλά και το καθένα από τα φώτα οχήματος που αναβοσβήνει με συγκεκριμένη συχνότητα για να προειδοποιήσει τους άλλους ότι το όχημα θα στρίψει αριστερά ή δεξιά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.