αλάρμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλάρμ < αγγλική alarm (συναγερμός)

Ουσιαστικό

αλάρμ ουδέτερο άκλιτο, πληθυντικός

  1. τα τέσσερα (δυο εμπρός και δυο πίσω) πορτοκαλί χρώματος φώτα των οχημάτων που αναβοσβήνουν όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα (λ.χ. ακινητοποίηση στο οδόστρωμα), προκειμένου να προειδοποιηθούν οι άλλοι οδηγοί
  2. (στον ενικό) το κουμπί ή ο διακόπτης, συνήθως κόκκινου χρώματος, του οχήματος που όταν πατιέται ενεργοποιεί τα παραπάνω φώτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.