αλάρμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλάρμ < αγγλική alarm (συναγερμός)
Ουσιαστικό
αλάρμ ουδέτερο άκλιτο, πληθυντικός
- τα τέσσερα (δυο εμπρός και δυο πίσω) πορτοκαλί χρώματος φώτα των οχημάτων που αναβοσβήνουν όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα (λ.χ. ακινητοποίηση στο οδόστρωμα), προκειμένου να προειδοποιηθούν οι άλλοι οδηγοί
- (στον ενικό) το κουμπί ή ο διακόπτης, συνήθως κόκκινου χρώματος, του οχήματος που όταν πατιέται ενεργοποιεί τα παραπάνω φώτα
Μεταφράσεις
αλάρμ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.