φλαμουριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλαμουριά οι φλαμουριές
      γενική της φλαμουριάς των φλαμουριών
    αιτιατική τη φλαμουριά τις φλαμουριές
     κλητική φλαμουριά φλαμουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φλαμουριά

Ετυμολογία

φλαμουριά < φλαμούρ(ι) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /fla.muɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλαμουριά

Ουσιαστικό

φλαμουριά θηλυκό

  • (δέντρο) του είδους Φιλύρα η γναφαλώδης ή αργυρόφυλλος / Tilia tomentosa ή alba ή argentea που παράγει το άνθος φλαμούρι από τα οποίο παράγεται το αφέψημα τίλιο
      Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.
    Μετάφραση γερμανικού τραγουδιού του Φραντς Σούμπερτ (Franz Schubert) σε στίχους του Wilhelm Müller

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.