τίλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τίλιο | τα | τίλια |
| γενική | του | τίλιου | των | τίλιων |
| αιτιατική | το | τίλιο | τα | τίλια |
| κλητική | τίλιο | τίλια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈti.ʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τί‐λιο
Ουσιαστικό
τίλιο ουδέτερο
- το φλαμούρι
- (βότανο) αποξηραμένα φύλλα φλαμουριάς που χρησιμοποιούνται σαν βότανο
- (ποτό) το ρόφημα που γίνεται από αυτά τα φύλλα
Μεταφράσεις
τίλιο
|
Αναφορές
- τίλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.