τίλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τίλιο τα τίλια
      γενική του τίλιου των τίλιων
    αιτιατική το τίλιο τα τίλια
     κλητική τίλιο τίλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τίλιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tiglio [1] (αφέψημα φλαμουριού) < λατινική tilia (φλαμουριά, φιλύρα) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈti.ʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τίλιο

Ουσιαστικό

τίλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τίλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.