φιόγκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιόγκος οι φιόγκοι
      γενική του φιόγκου των φιόγκων
    αιτιατική τον φιόγκο τους φιόγκους
     κλητική φιόγκε φιόγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ροζ φιόγκος

Ετυμολογία

φιόγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiocco

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfçoŋ.ɡos/

Ουσιαστικό

φιόγκος αρσενικό

  1. τρόπος δεσίματος κορδέλλας, σπάγκου, κορδονιού κ.λπ. με διπλή θηλιά κι εύκολο λύσιμο, σε σχήμα πεταλούδας
  2. (συνεκδοχικά) κορδέλλα, σπάγκος, κορδόνι κ.λπ. δεμένο με διπλή θηλιά σε σχήμα πεταλούδας
  3. (συνεκδοχικά) το παπιγιόν με
  4. (μεταφορικά) ο τζιτζιφιόγκος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.