φιόγκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιόγκος | οι | φιόγκοι |
| γενική | του | φιόγκου | των | φιόγκων |
| αιτιατική | τον | φιόγκο | τους | φιόγκους |
| κλητική | φιόγκε | φιόγκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ροζ φιόγκος
Ετυμολογία
- φιόγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiocco
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfçoŋ.ɡos/
Ουσιαστικό
φιόγκος αρσενικό
- τρόπος δεσίματος κορδέλλας, σπάγκου, κορδονιού κ.λπ. με διπλή θηλιά κι εύκολο λύσιμο, σε σχήμα πεταλούδας
- (συνεκδοχικά) κορδέλλα, σπάγκος, κορδόνι κ.λπ. δεμένο με διπλή θηλιά σε σχήμα πεταλούδας
- (συνεκδοχικά) το παπιγιόν με
- (μεταφορικά) ο τζιτζιφιόγκος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.