φιογκάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιογκάκι τα φιογκάκια
      γενική
    αιτιατική το φιογκάκι τα φιογκάκια
     κλητική φιογκάκι φιογκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιογκάκι < υποκοριστικό του φιόγκος

Ουσιαστικό

φιογκάκι ουδέτερο

  • μικρός φιόγκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.