φιρίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιρίκι τα φιρίκια
      γενική του φιρικιού των φιρικιών
    αιτιατική το φιρίκι τα φιρίκια
     κλητική φιρίκι φιρίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιρίκι < τουρκική ferik[1] [2] +

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈri.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιρίκι

Ουσιαστικό

φιρίκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. φιρίκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. φιρίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.