φιλονεϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλονεϊσμός | οι | φιλονεϊσμοί |
| γενική | του | φιλονεϊσμού | των | φιλονεϊσμών |
| αιτιατική | τον | φιλονεϊσμό | τους | φιλονεϊσμούς |
| κλητική | φιλονεϊσμέ | φιλονεϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- φιλονεϊστής
- φιλονεϊστικός
Μεταφράσεις
φιλονεϊσμός
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.