παραφιλολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφιλολογία οι παραφιλολογίες
      γενική της παραφιλολογίας των παραφιλολογιών
    αιτιατική την παραφιλολογία τις παραφιλολογίες
     κλητική παραφιλολογία παραφιλολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραφιλολογία < παρα- + φιλολογία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paralittérature[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.fi.lo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραφιλολογία

Ουσιαστικό

παραφιλολογία θηλυκό

  1. η κυκλοφορία ανυπόστατων φημών ή σχολίων μικρής αξίας γύρω από ένα θέμα
  2. συνώνυμο του παραλογοτεχνία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.