φιλιππικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλιππικός η φιλιππική το φιλιππικό
      γενική του φιλιππικού της φιλιππικής του φιλιππικού
    αιτιατική τον φιλιππικό τη φιλιππική το φιλιππικό
     κλητική φιλιππικέ φιλιππική φιλιππικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλιππικοί οι φιλιππικές τα φιλιππικά
      γενική των φιλιππικών των φιλιππικών των φιλιππικών
    αιτιατική τους φιλιππικούς τις φιλιππικές τα φιλιππικά
     κλητική φιλιππικοί φιλιππικές φιλιππικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλιππικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Φιλιππικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.li.piˈkos/

Επίθετο

φιλιππικός, -ή, -ό

  1. σφοδρή λεκτική επίθεση και εκτόξευση κατηγοριών
  2. Φιλιππικός : ο κάθε ένας από τους τρεις ρητορικούς λόγους του Δημοσθένη (384-322 π.Χ.) κατά του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄ (382-336 π.Χ.)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.