Φιλιππικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φιλιππικός Φιλιππική τὸ Φιλιππικόν
      γενική τοῦ Φιλιππικοῦ τῆς Φιλιππικῆς τοῦ Φιλιππικοῦ
      δοτική τῷ Φιλιππικ τῇ Φιλιππικ τῷ Φιλιππικ
    αιτιατική τὸν Φιλιππικόν τὴν Φιλιππικήν τὸ Φιλιππικόν
     κλητική ! Φιλιππικέ Φιλιππική Φιλιππικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Φιλιππικοί αἱ Φιλιππικαί τὰ Φιλιππικᾰ́
      γενική τῶν Φιλιππικῶν τῶν Φιλιππικῶν τῶν Φιλιππικῶν
      δοτική τοῖς Φιλιππικοῖς ταῖς Φιλιππικαῖς τοῖς Φιλιππικοῖς
    αιτιατική τοὺς Φιλιππικούς τὰς Φιλιππικᾱ́ς τὰ Φιλιππικᾰ́
     κλητική ! Φιλιππικοί Φιλιππικαί Φιλιππικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Φιλιππικώ τὼ Φιλιππικᾱ́ τὼ Φιλιππικώ
      γεν-δοτ τοῖν Φιλιππικοῖν τοῖν Φιλιππικαῖν τοῖν Φιλιππικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Φιλιππικός < Φίλιππ(ος) + -ικός

Επίθετο

Φιλιππικός, -ή, -όν

Συγγενικά

  • Φιλιππίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.