Φιλιππικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Φιλιππικός | ἡ | Φιλιππική | τὸ | Φιλιππικόν |
| γενική | τοῦ | Φιλιππικοῦ | τῆς | Φιλιππικῆς | τοῦ | Φιλιππικοῦ |
| δοτική | τῷ | Φιλιππικῷ | τῇ | Φιλιππικῇ | τῷ | Φιλιππικῷ |
| αιτιατική | τὸν | Φιλιππικόν | τὴν | Φιλιππικήν | τὸ | Φιλιππικόν |
| κλητική ὦ! | Φιλιππικέ | Φιλιππική | Φιλιππικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Φιλιππικοί | αἱ | Φιλιππικαί | τὰ | Φιλιππικᾰ́ |
| γενική | τῶν | Φιλιππικῶν | τῶν | Φιλιππικῶν | τῶν | Φιλιππικῶν |
| δοτική | τοῖς | Φιλιππικοῖς | ταῖς | Φιλιππικαῖς | τοῖς | Φιλιππικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Φιλιππικούς | τὰς | Φιλιππικᾱ́ς | τὰ | Φιλιππικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Φιλιππικοί | Φιλιππικαί | Φιλιππικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φιλιππικώ | τὼ | Φιλιππικᾱ́ | τὼ | Φιλιππικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Φιλιππικοῖν | τοῖν | Φιλιππικαῖν | τοῖν | Φιλιππικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Φιλιππικός < Φίλιππ(ος) + -ικός
Επίθετο
Φιλιππικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που σχετίζεται με το Φίλιππο, αναφέρεται σε αυτόν, ή είναι εναντίον του· οι λόγοι του αρχαίου Αθηναίου ρήτορα Δημοσθένη εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄
- → δείτε και το επίθετο Φιλίππειος
Συγγενικά
- Φιλιππίζω
Πηγές
- Φιλιππικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Φιλιππικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.