fides

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

fides (la)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fidēs
-
γενική fideī
-
δοτική fideī
-
αιτιατική fidem
-
κλητική fidēs
-
αφαιρετική fidē
-
(ε' κλίση)
(κανονικά χωρίς πληθυντικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.