φετινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φετινός η φετινή το φετινό
      γενική του φετινού της φετινής του φετινού
    αιτιατική τον φετινό τη φετινή το φετινό
     κλητική φετινέ φετινή φετινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φετινοί οι φετινές τα φετινά
      γενική των φετινών των φετινών των φετινών
    αιτιατική τους φετινούς τις φετινές τα φετινά
     κλητική φετινοί φετινές φετινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φετινός < φέτος + -ινός < φέτος < ἐφέτος < ἐφ' ἔτος < ἐπί + ἒτος

Επίθετο

φετινός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.