φετινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φετινός | η | φετινή | το | φετινό |
| γενική | του | φετινού | της | φετινής | του | φετινού |
| αιτιατική | τον | φετινό | τη | φετινή | το | φετινό |
| κλητική | φετινέ | φετινή | φετινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φετινοί | οι | φετινές | τα | φετινά |
| γενική | των | φετινών | των | φετινών | των | φετινών |
| αιτιατική | τους | φετινούς | τις | φετινές | τα | φετινά |
| κλητική | φετινοί | φετινές | φετινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.