φερέοικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φερέοικος η φερέοικη το φερέοικο
      γενική του φερέοικου της φερέοικης του φερέοικου
    αιτιατική τον φερέοικο τη φερέοικη το φερέοικο
     κλητική φερέοικε φερέοικη φερέοικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φερέοικοι οι φερέοικες τα φερέοικα
      γενική των φερέοικων των φερέοικων των φερέοικων
    αιτιατική τους φερέοικους τις φερέοικες τα φερέοικα
     κλητική φερέοικοι φερέοικες φερέοικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φερέοικος < φέρω + οίκος

Επίθετο

φερέοικος -η -ο

  1. που κουβαλάει το σπίτι του, ο περιπλανώμενος
  2. που έχει κέλυφος ή καβούκι, ιδίως για το σαλιγκάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.