φαυλεπίφαυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαυλεπίφαυλος η φαυλεπίφαυλη το φαυλεπίφαυλο
      γενική του φαυλεπίφαυλου της φαυλεπίφαυλης του φαυλεπίφαυλου
    αιτιατική τον φαυλεπίφαυλο τη φαυλεπίφαυλη το φαυλεπίφαυλο
     κλητική φαυλεπίφαυλε φαυλεπίφαυλη φαυλεπίφαυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαυλεπίφαυλοι οι φαυλεπίφαυλες τα φαυλεπίφαυλα
      γενική των φαυλεπίφαυλων των φαυλεπίφαυλων των φαυλεπίφαυλων
    αιτιατική τους φαυλεπίφαυλους τις φαυλεπίφαυλες τα φαυλεπίφαυλα
     κλητική φαυλεπίφαυλοι φαυλεπίφαυλες φαυλεπίφαυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαυλεπίφαυλος < φαύλος + επί- + φαύλος

Επίθετο

φαυλεπίφαυλος, -η, -ο

  • δυο φορές φαύλος, ο απολύτως φαύλος, ο απολύτως αχρείος
      Αρχίζει, κατά τη συνήθειά του, να βρίζει τους πολιτικούς. Φαυλεπίφαυλος ο ένας, γελοίος ο άλλος, όλοι έτοιμοι να χρηματισθούν, να πέσουν στα πόδια σου για να τα πάρουν (Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αδιανόητο τοπίο, 1991)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.