φαυλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαυλότητα οι φαυλότητες
      γενική της φαυλότητας των φαυλοτήτων
    αιτιατική τη φαυλότητα τις φαυλότητες
     κλητική φαυλότητα φαυλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαυλότητα < φαύλος + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈvlo.ti.ta/

Ουσιαστικό

φαυλότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.