φαρισαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρισαϊκός | η | φαρισαϊκή | το | φαρισαϊκό |
| γενική | του | φαρισαϊκού | της | φαρισαϊκής | του | φαρισαϊκού |
| αιτιατική | τον | φαρισαϊκό | τη | φαρισαϊκή | το | φαρισαϊκό |
| κλητική | φαρισαϊκέ | φαρισαϊκή | φαρισαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρισαϊκοί | οι | φαρισαϊκές | τα | φαρισαϊκά |
| γενική | των | φαρισαϊκών | των | φαρισαϊκών | των | φαρισαϊκών |
| αιτιατική | τους | φαρισαϊκούς | τις | φαρισαϊκές | τα | φαρισαϊκά |
| κλητική | φαρισαϊκοί | φαρισαϊκές | φαρισαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαρισαϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Φαρισαϊκός [1][2] < Φαρισαῖ(ος) + -κός. Συγχρονικά αναλύεται σε φαρισα(ίος) + -ικός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.ɾi.sa.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ρι‐σα‐ϊ‐κός
Επίθετο
φαρισαϊκός, -ή, -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στους φαρισαίους
- (μεταφορικά) που μοιάζει με συμπεριφορά φαρισαίου, που χαρακτηρίζεται από εμμονή στους εξωτερικούς τύπους
- ≈ συνώνυμα: υποκριτικός, διπρόσωπος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
|
Αναφορές
- φαρισαϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φαρισαϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.