φαρδουλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρδουλός η φαρδουλή το φαρδουλό
      γενική του φαρδουλού της φαρδουλής του φαρδουλού
    αιτιατική τον φαρδουλό τη φαρδουλή το φαρδουλό
     κλητική φαρδουλέ φαρδουλή φαρδουλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρδουλοί οι φαρδουλές τα φαρδουλά
      γενική των φαρδουλών των φαρδουλών των φαρδουλών
    αιτιατική τους φαρδουλούς τις φαρδουλές τα φαρδουλά
     κλητική φαρδουλοί φαρδουλές φαρδουλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαρδουλός < φαρδ(ύς) + -ουλός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /faɾ.ðuˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρδουλός

Επίθετο

φαρδουλός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.