φαρδομούνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρδομούνα | οι | φαρδομούνες |
| γενική | της | φαρδομούνας | — | |
| αιτιατική | τη | φαρδομούνα | τις | φαρδομούνες |
| κλητική | φαρδομούνα | φαρδομούνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαρδομούνα < φαρδο- + μούνα < μουνί
Προφορά
- ΔΦΑ : /faɾ.ðoˈmu.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐δο‐μού‐να
Ουσιαστικό
φαρδομούνα θηλυκό
- (χυδαίο, μειωτικό, σπάνιο)
Συνώνυμα
Αναφορές
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'φαρδομούνα '.
- Μαρία Βραχιονίδου, Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα Νεοελληνικά Ιδιώματα και Διαλέκτους στο: Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL (Κομοτηνή 1-4 Σεπτεμβρίου 2011), Komotini/Greece: Democritus University of Thrace, 725-732.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.