φαρδομάνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρδομάνικος | η | φαρδομάνικη | το | φαρδομάνικο |
| γενική | του | φαρδομάνικου | της | φαρδομάνικης | του | φαρδομάνικου |
| αιτιατική | τον | φαρδομάνικο | τη | φαρδομάνικη | το | φαρδομάνικο |
| κλητική | φαρδομάνικε | φαρδομάνικη | φαρδομάνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρδομάνικοι | οι | φαρδομάνικες | τα | φαρδομάνικα |
| γενική | των | φαρδομάνικων | των | φαρδομάνικων | των | φαρδομάνικων |
| αιτιατική | τους | φαρδομάνικους | τις | φαρδομάνικες | τα | φαρδομάνικα |
| κλητική | φαρδομάνικοι | φαρδομάνικες | φαρδομάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φαρδομάνικος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φαρδομάνικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.