φαρδομάνικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαρδομάνικο τα φαρδομάνικα
      γενική του φαρδομάνικου των φαρδομάνικων
    αιτιατική το φαρδομάνικο τα φαρδομάνικα
     κλητική φαρδομάνικο φαρδομάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαρδομάνικο < ουδέτερο του επιθέτου φαρδομάνικος

Ουσιαστικό

φαρδομάνικο ουδέτερο

  1. το φαρδύ μανίκι
  2. το ρούχο με φαρδύ μανίκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.