φαναριώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαναριώτικος | η | φαναριώτικη | το | φαναριώτικο |
| γενική | του | φαναριώτικου | της | φαναριώτικης | του | φαναριώτικου |
| αιτιατική | τον | φαναριώτικο | τη | φαναριώτικη | το | φαναριώτικο |
| κλητική | φαναριώτικε | φαναριώτικη | φαναριώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαναριώτικοι | οι | φαναριώτικες | τα | φαναριώτικα |
| γενική | των | φαναριώτικων | των | φαναριώτικων | των | φαναριώτικων |
| αιτιατική | τους | φαναριώτικους | τις | φαναριώτικες | τα | φαναριώτικα |
| κλητική | φαναριώτικοι | φαναριώτικες | φαναριώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαναριώτικος < Φαναριώτ(ης) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.naɾˈʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐να‐ριώ‐τι‐κος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φαναριώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.