φανέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανέλα οι φανέλες
      γενική της φανέλας των φανελών
    αιτιατική τη φανέλα τις φανέλες
     κλητική φανέλα φανέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική fanela < ιταλική flanella (με ανομοίωση του πρώτου [l]) < γαλλική flanelle < αγγλική flannel[1] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈne.la/

Ουσιαστικό

φανέλα θηλυκό

  1. είδος μαλακού μάλλινου υφάσματος που συχνά περιέχει και βαμβάκι
  2. ανδρικό και παιδικό εσώρουχο, συνήθως βαμβακερό και άλλοτε μάλλινο
    Πλύνε μου και καμιά φανέλα, γιατί ξέμεινα

Εκφράσεις

  • φοράω τη φανέλα (κάποιας ομάδας): εγγράφομαι ή ανήκω ήδη στο δυναμικό μιας αθλητικής ομάδας
    φοράει τη φανέλα της Τσέλσι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.