φανέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φανέλα | οι | φανέλες |
| γενική | της | φανέλας | των | φανελών |
| αιτιατική | τη | φανέλα | τις | φανέλες |
| κλητική | φανέλα | φανέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φανέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική fanela < ιταλική flanella (με ανομοίωση του πρώτου [l]) < γαλλική flanelle < αγγλική flannel[1] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈne.la/
Ουσιαστικό
φανέλα θηλυκό
- φανέλλα (παρωχημένο)
Εκφράσεις
- φοράω τη φανέλα (κάποιας ομάδας): εγγράφομαι ή ανήκω ήδη στο δυναμικό μιας αθλητικής ομάδας
- φοράει τη φανέλα της Τσέλσι
Συγγενικά
Σύνθετα
- φανελοποιείο
- φανελοποιία
- φανελοποιός
- κασμιροφανέλα
-
φανέλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- φανέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.