φανελάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανελάς οι φανελάδες
      γενική του φανελά των φανελάδων
    αιτιατική τον φανελά τους φανελάδες
     κλητική φανελά φανελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανελάς < φανέλα + -άς

Ουσιαστικό

φανελάς αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.