κορμοράνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κορμοράνος | οι | κορμοράνοι |
| γενική | του | κορμοράνου | των | κορμοράνων |
| αιτιατική | τον | κορμοράνο | τους | κορμοράνους |
| κλητική | κορμοράνε | κορμοράνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορμοράνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cormorano < μεσαιωνική λατινική corvus marinus < λατινική corvus + marinus
Προφορά
- ΔΦΑ : /koɾ.moˈɾa.nos/
Ουσιαστικό
κορμοράνος αρσενικό
- (πτηνό) είδος μεγάλου θαλάσσιου πτηνού (Phalacrocorax carbo / Φαλακροκόραξ ο ανθρακόχρους), που ανήκει στο γένος Φαλακροκόραξ (Phalacrocorax), στην οικογένεια Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae) και στην τάξη Πελεκανόμορφα (Pelacaniformes)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
