φαλαινοθηρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαλαινοθηρικός η φαλαινοθηρική το φαλαινοθηρικό
      γενική του φαλαινοθηρικού της φαλαινοθηρικής του φαλαινοθηρικού
    αιτιατική τον φαλαινοθηρικό τη φαλαινοθηρική το φαλαινοθηρικό
     κλητική φαλαινοθηρικέ φαλαινοθηρική φαλαινοθηρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαλαινοθηρικοί οι φαλαινοθηρικές τα φαλαινοθηρικά
      γενική των φαλαινοθηρικών των φαλαινοθηρικών των φαλαινοθηρικών
    αιτιατική τους φαλαινοθηρικούς τις φαλαινοθηρικές τα φαλαινοθηρικά
     κλητική φαλαινοθηρικοί φαλαινοθηρικές φαλαινοθηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαλαινοθηρικός < φαλαινοθήρας + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.le.no.θi.ɾiˈkos/

Επίθετο

φαλαινοθηρικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με την αλιεία φαλαινών, με το κυνήγι, την θήρα της φάλαινας, με τη φαλαινοθηρία
    φαλαινοθηρικός στόλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.