whaling
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈweɪlɪŋ
/
ομόηχο
:
wailing
(σπαραγμός οδύνης)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
whaling
whalings
whaling
(en)
η
φαλαινοθηρία
Επίθετο
whaling
(en)
φαλαινοθηρικός
whaling
fleet
- φαλαινοθηρικός στόλος
Ρηματικός τύπος
whaling
(en)
ενεργητική
μετοχή
ενεστώτα
του
whale
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.