φαλάκρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαλάκρωση | οι | φαλακρώσεις |
| γενική | της | φαλάκρωσης* | των | φαλακρώσεων |
| αιτιατική | τη | φαλάκρωση | τις | φαλακρώσεις |
| κλητική | φαλάκρωση | φαλακρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φαλακρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαλάκρωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φαλάκρωσις > φαλακρώνω με θέμα φαλακρω- + -σις > -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈla.kɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐λά‐κρω‐ση
Μεταφράσεις
φαλάκρωση
|
Πηγές
- s.v. «φαλακραίνω» (& φαλάκρωση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- φαλάκρωσις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.