φαβοριτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φαβοριτισμός | οι | φαβοριτισμοί |
| γενική | του | φαβοριτισμού | των | φαβοριτισμών |
| αιτιατική | τον | φαβοριτισμό | τους | φαβοριτισμούς |
| κλητική | φαβοριτισμέ | φαβοριτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαβοριτισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική favoritisme < λατινική favor < faveo < 'πρωτοϊταλική *fawēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰh₂u-eh₁- (ευνοώ)
Ουσιαστικό
φαβοριτισμός αρσενικό
- η ευνοιοκρατία, η χαριστική μεταχείριση, η εύνοια σε επαγγελματικούς χώρους και κυρίως στο δημόσιο τομέα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φαβοριτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.