υποσχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποσχόμενος | η | υποσχόμενη | το | υποσχόμενο |
| γενική | του | υποσχόμενου | της | υποσχόμενης | του | υποσχόμενου |
| αιτιατική | τον | υποσχόμενο | την | υποσχόμενη | το | υποσχόμενο |
| κλητική | υποσχόμενε | υποσχόμενη | υποσχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποσχόμενοι | οι | υποσχόμενες | τα | υποσχόμενα |
| γενική | των | υποσχόμενων | των | υποσχόμενων | των | υποσχόμενων |
| αιτιατική | τους | υποσχόμενους | τις | υποσχόμενες | τα | υποσχόμενα |
| κλητική | υποσχόμενοι | υποσχόμενες | υποσχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποσχόμενος: μετοχή ενεστώτα του ρήματος υπόσχομαι
Μετοχή
υποσχόμενος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.