φάπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φάπα | οι | φάπες |
| γενική | της | φάπας | των | (φαπών) |
| αιτιατική | τη | φάπα | τις | φάπες |
| κλητική | φάπα | φάπες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάπα < (ηχομιμητική λέξη) από τον ήχο φαπ
Ουσιαστικό
φάπα θηλυκό
Συνώνυμα
όλες οι φάπες:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.