φάπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάπα οι φάπες
      γενική της φάπας των (φαπών)
    αιτιατική τη φάπα τις φάπες
     κλητική φάπα φάπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάπα < (ηχομιμητική λέξη) από τον ήχο φαπ

Ουσιαστικό

φάπα θηλυκό

  • το χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη του χεριού
    Οι φάπες πέφτουν βροχή.
    έκανε μαγκιές και τώρα πάρ' τον φάπα ξάπλα

Συνώνυμα

όλες οι φάπες:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.