σκαμπίλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαμπίλι | τα | σκαμπίλια |
| γενική | του | σκαμπιλιού | των | σκαμπιλιών |
| αιτιατική | το | σκαμπίλι | τα | σκαμπίλια |
| κλητική | σκαμπίλι | σκαμπίλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκαμπίλι < γαλλική brusquembille < ανθρωπωνύμιο Brusquembille / Bruscambille
Ουσιαστικό
σκαμπίλι ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.