υἱύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| στην παλαιά αττική διάλεκτο | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| υἱε- < υἱεϝ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | υἱύς | οἱ | υἱεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | υἱέoς | τῶν | υἱέων | ||||
| δοτική | τῷ | υἱεῖ | τοῖς | υἱέσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | (υἱύν ;) υἱέα | τοὺς | υἱεῖς | ||||
| κλητική ὦ! | (υἱύ;} | υἱεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | υἱεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | υἱέοιν | ||||||
| Δεν έχουμε πληροφορίες για τις κλητικές πτώσεις. Η αιτιατική ενικού, αναμένεται όπως στην κλίση του πρέσβυς. Ο τύπος «υἱέα», αργότερα. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'υἱύς' όπως «υἱύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- υἱύς' < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *suHyús
Πηγές
- υἱός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.