υψίστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υψίστρωμα | τα | υψιστρώματα |
| γενική | του | υψιστρώματος | των | υψιστρωμάτων |
| αιτιατική | το | υψίστρωμα | τα | υψιστρώματα |
| κλητική | υψίστρωμα | υψιστρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υψίστρωμα < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική altostratus[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpsi.stɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ψί‐στρω‐μα
Ουσιαστικό

Ο ήλιος μέσα από υψιστρώματα
υψίστρωμα ουδέτερο
- (μετεωρολογία) είδος σύννεφου γκρίζου χρώματος το οποίο αποτελείται από σταγονίδια νερού και παγοκρυστάλλους
-
υψίστρωμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
υψίστρωμα
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.