μειονεκτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μειονεκτώ < αρχαία ελληνική μειονεκτέω / μειονεκτῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.o.neˈkto/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- μειονέκτημα
- μειονεκτικά
- μειονεκτικός
- μειονεκτικότητα
- → δείτε τις λέξεις μείον και έχω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μειονεκτώ | μειονεκτούσα | θα μειονεκτώ | να μειονεκτώ | μειονεκτώντας | |
| β' ενικ. | μειονεκτείς | μειονεκτούσες | θα μειονεκτείς | να μειονεκτείς | (μειονέκτει) | |
| γ' ενικ. | μειονεκτεί | μειονεκτούσε | θα μειονεκτεί | να μειονεκτεί | ||
| α' πληθ. | μειονεκτούμε | μειονεκτούσαμε | θα μειονεκτούμε | να μειονεκτούμε | ||
| β' πληθ. | μειονεκτείτε | μειονεκτούσατε | θα μειονεκτείτε | να μειονεκτείτε | μειονεκτείτε | |
| γ' πληθ. | μειονεκτούν(ε) | μειονεκτούσαν(ε) | θα μειονεκτούν(ε) | να μειονεκτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μειονέκτησα | θα μειονεκτήσω | να μειονεκτήσω | μειονεκτήσει | ||
| β' ενικ. | μειονέκτησες | θα μειονεκτήσεις | να μειονεκτήσεις | μειονέκτησε | ||
| γ' ενικ. | μειονέκτησε | θα μειονεκτήσει | να μειονεκτήσει | |||
| α' πληθ. | μειονεκτήσαμε | θα μειονεκτήσουμε | να μειονεκτήσουμε | |||
| β' πληθ. | μειονεκτήσατε | θα μειονεκτήσετε | να μειονεκτήσετε | μειονεκτήστε | ||
| γ' πληθ. | μειονέκτησαν μειονεκτήσαν(ε) |
θα μειονεκτήσουν(ε) | να μειονεκτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μειονεκτήσει | είχα μειονεκτήσει | θα έχω μειονεκτήσει | να έχω μειονεκτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μειονεκτήσει | είχες μειονεκτήσει | θα έχεις μειονεκτήσει | να έχεις μειονεκτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μειονεκτήσει | είχε μειονεκτήσει | θα έχει μειονεκτήσει | να έχει μειονεκτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μειονεκτήσει | είχαμε μειονεκτήσει | θα έχουμε μειονεκτήσει | να έχουμε μειονεκτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μειονεκτήσει | είχατε μειονεκτήσει | θα έχετε μειονεκτήσει | να έχετε μειονεκτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μειονεκτήσει | είχαν μειονεκτήσει | θα έχουν μειονεκτήσει | να έχουν μειονεκτήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.