υστερήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υστερήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υστερώ
  2. θα υστερήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υστερώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υστερήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υστέρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.