υπόξανθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόξανθος η υπόξανθη το υπόξανθο
      γενική του υπόξανθου της υπόξανθης του υπόξανθου
    αιτιατική τον υπόξανθο την υπόξανθη το υπόξανθο
     κλητική υπόξανθε υπόξανθη υπόξανθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόξανθοι οι υπόξανθες τα υπόξανθα
      γενική των υπόξανθων των υπόξανθων των υπόξανθων
    αιτιατική τους υπόξανθους τις υπόξανθες τα υπόξανθα
     κλητική υπόξανθοι υπόξανθες υπόξανθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόξανθος < αρχαία ελληνική ὑπόξανθος

Επίθετο

υπόξανθος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.