υπόκαυστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπόκαυστο | τα | υπόκαυστα |
| γενική | του | υπόκαυστου & υποκαύστου |
των | υπόκαυστων & υποκαύστων |
| αιτιατική | το | υπόκαυστο | τα | υπόκαυστα |
| κλητική | υπόκαυστο | υπόκαυστα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόκαυστο < υπόκαυστος
Ουσιαστικό
υπόκαυστο ουδέτερο
Συγγενικά
- υπόκαυστος
- → δείτε τις λέξεις υπό και καίω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.