υπόκαυστο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόκαυστο τα υπόκαυστα
      γενική του υπόκαυστου
& υποκαύστου
των υπόκαυστων
& υποκαύστων
    αιτιατική το υπόκαυστο τα υπόκαυστα
     κλητική υπόκαυστο υπόκαυστα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόκαυστο < υπόκαυστος

Ουσιαστικό

υπόκαυστο ουδέτερο

  • (αρχαιολογία) υπόγεια αίθουσα, στην οποία άναβαν φωτιά, προκειμένου να θερμανθεί νερό, που μεταφερόταν με αγωγούς σε λουτρά ή δωμάτια των επάνω ορόφων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.