υποστηρίξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υποστηρίξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποστηρίζω
- θα υποστηρίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποστηρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υποστηρίξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποστήριξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.