υποδήλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδήλωση οι υποδηλώσεις
      γενική της υποδήλωσης* των υποδηλώσεων
    αιτιατική την υποδήλωση τις υποδηλώσεις
     κλητική υποδήλωση υποδηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποδήλωση < αρχαία ελληνική ὑποδήλωσις < ὑποδηλόω < δηλόω

Ουσιαστικό

υποδήλωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.