υπερχρεωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερχρεωμένος η υπερχρεωμένη το υπερχρεωμένο
      γενική του υπερχρεωμένου της υπερχρεωμένης του υπερχρεωμένου
    αιτιατική τον υπερχρεωμένο την υπερχρεωμένη το υπερχρεωμένο
     κλητική υπερχρεωμένε υπερχρεωμένη υπερχρεωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερχρεωμένοι οι υπερχρεωμένες τα υπερχρεωμένα
      γενική των υπερχρεωμένων των υπερχρεωμένων των υπερχρεωμένων
    αιτιατική τους υπερχρεωμένους τις υπερχρεωμένες τα υπερχρεωμένα
     κλητική υπερχρεωμένοι υπερχρεωμένες υπερχρεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρ. υπερχρεώνω

Μετοχή

υπερχρεωμένος

  • έχω υπερβολικά μεγάλα χρέη, τα οποία δεν μπορώ να εξυπηρετήσω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.