υπερφόρτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερφόρτωση | οι | υπερφορτώσεις |
| γενική | της | υπερφόρτωσης* | των | υπερφορτώσεων |
| αιτιατική | την | υπερφόρτωση | τις | υπερφορτώσεις |
| κλητική | υπερφόρτωση | υπερφορτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερφορτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερφόρτωση < υπερφορτώνω + -ση
Ουσιαστικό
υπερφόρτωση θηλυκό
- υπερβολική φόρτωση
- (προγραμματισμός) βλ. υπερφόρτωση συνάρτησης ή υπερφόρτωση μεθόδου ή υπερφόρτωση τελεστή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υπέρφορτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.