υπερφόρτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερφόρτωση οι υπερφορτώσεις
      γενική της υπερφόρτωσης* των υπερφορτώσεων
    αιτιατική την υπερφόρτωση τις υπερφορτώσεις
     κλητική υπερφόρτωση υπερφορτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερφορτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερφόρτωση < υπερφορτώνω + -ση

Ουσιαστικό

υπερφόρτωση θηλυκό

  1. υπερβολική φόρτωση
  2. (προγραμματισμός) βλ. υπερφόρτωση συνάρτησης ή υπερφόρτωση μεθόδου ή υπερφόρτωση τελεστή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.