υπερφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερφορτώνω < μεσαιωνική ελληνική ὑπέρφορτος + -ώνω
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερφορτώνω | υπερφόρτωνα | θα υπερφορτώνω | να υπερφορτώνω | υπερφορτώνοντας | |
| β' ενικ. | υπερφορτώνεις | υπερφόρτωνες | θα υπερφορτώνεις | να υπερφορτώνεις | υπερφόρτωνε | |
| γ' ενικ. | υπερφορτώνει | υπερφόρτωνε | θα υπερφορτώνει | να υπερφορτώνει | ||
| α' πληθ. | υπερφορτώνουμε | υπερφορτώναμε | θα υπερφορτώνουμε | να υπερφορτώνουμε | ||
| β' πληθ. | υπερφορτώνετε | υπερφορτώνατε | θα υπερφορτώνετε | να υπερφορτώνετε | υπερφορτώνετε | |
| γ' πληθ. | υπερφορτώνουν(ε) | υπερφόρτωναν υπερφορτώναν(ε) |
θα υπερφορτώνουν(ε) | να υπερφορτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερφόρτωσα | θα υπερφορτώσω | να υπερφορτώσω | υπερφορτώσει | ||
| β' ενικ. | υπερφόρτωσες | θα υπερφορτώσεις | να υπερφορτώσεις | υπερφόρτωσε | ||
| γ' ενικ. | υπερφόρτωσε | θα υπερφορτώσει | να υπερφορτώσει | |||
| α' πληθ. | υπερφορτώσαμε | θα υπερφορτώσουμε | να υπερφορτώσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερφορτώσατε | θα υπερφορτώσετε | να υπερφορτώσετε | υπερφορτώστε | ||
| γ' πληθ. | υπερφόρτωσαν υπερφορτώσαν(ε) |
θα υπερφορτώσουν(ε) | να υπερφορτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερφορτώσει | είχα υπερφορτώσει | θα έχω υπερφορτώσει | να έχω υπερφορτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερφορτώσει | είχες υπερφορτώσει | θα έχεις υπερφορτώσει | να έχεις υπερφορτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερφορτώσει | είχε υπερφορτώσει | θα έχει υπερφορτώσει | να έχει υπερφορτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερφορτώσει | είχαμε υπερφορτώσει | θα έχουμε υπερφορτώσει | να έχουμε υπερφορτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερφορτώσει | είχατε υπερφορτώσει | θα έχετε υπερφορτώσει | να έχετε υπερφορτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερφορτώσει | είχαν υπερφορτώσει | θα έχουν υπερφορτώσει | να έχουν υπερφορτώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.