υπερφορτώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υπερφορτώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερφορτώνω
  2. θα υπερφορτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερφορτώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υπερφορτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερφόρτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.