υπερφορτώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υπερφορτώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερφορτώνω
- θα υπερφορτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερφορτώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υπερφορτώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερφόρτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.