υπερφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | υπερφάγος | το | υπερφάγο | ||
| γενική | του/της | υπερφάγου | του | υπερφάγου | ||
| αιτιατική | τον/την | υπερφάγο | το | υπερφάγο | ||
| κλητική | υπερφάγε | υπερφάγο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | υπερφάγοι | τα | υπερφάγα | ||
| γενική | των | υπερφάγων | των | υπερφάγων | ||
| αιτιατική | τους/τις | υπερφάγους | τα | υπερφάγα | ||
| κλητική | υπερφάγοι | υπερφάγα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
υπερφάγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) που χαρακτηρίζεται, ως προς τη διατροφική συμπεριφορά, από υπερφαγία
- πολυφάγος, πολύφαγος
- βουλιμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.