βουλιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουλιμικός | η | βουλιμική | το | βουλιμικό |
| γενική | του | βουλιμικού | της | βουλιμικής | του | βουλιμικού |
| αιτιατική | τον | βουλιμικό | τη | βουλιμική | το | βουλιμικό |
| κλητική | βουλιμικέ | βουλιμική | βουλιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουλιμικοί | οι | βουλιμικές | τα | βουλιμικά |
| γενική | των | βουλιμικών | των | βουλιμικών | των | βουλιμικών |
| αιτιατική | τους | βουλιμικούς | τις | βουλιμικές | τα | βουλιμικά |
| κλητική | βουλιμικοί | βουλιμικές | βουλιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουλιμικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βουλιμικός αρσενικό (στο θηλυκό: βουλιμική ή βουλιμικιά), ουσιαστικοποιημένο επίθετο
- (ιατρική) που πάσχει από βουλιμία
Μεταφράσεις
βουλιμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.