υπερσαχάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερσαχάριος | η | υπερσαχάρια | το | υπερσαχάριο |
| γενική | του | υπερσαχάριου | της | υπερσαχάριας | του | υπερσαχάριου |
| αιτιατική | τον | υπερσαχάριο | την | υπερσαχάρια | το | υπερσαχάριο |
| κλητική | υπερσαχάριε | υπερσαχάρια | υπερσαχάριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερσαχάριοι | οι | υπερσαχάριες | τα | υπερσαχάρια |
| γενική | των | υπερσαχάριων | των | υπερσαχάριων | των | υπερσαχάριων |
| αιτιατική | τους | υπερσαχάριους | τις | υπερσαχάριες | τα | υπερσαχάρια |
| κλητική | υπερσαχάριοι | υπερσαχάριες | υπερσαχάρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σαχάρα
Μεταφράσεις
υπερσαχάριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.