υπερσαχάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερσαχάριος η υπερσαχάρια το υπερσαχάριο
      γενική του υπερσαχάριου της υπερσαχάριας του υπερσαχάριου
    αιτιατική τον υπερσαχάριο την υπερσαχάρια το υπερσαχάριο
     κλητική υπερσαχάριε υπερσαχάρια υπερσαχάριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερσαχάριοι οι υπερσαχάριες τα υπερσαχάρια
      γενική των υπερσαχάριων των υπερσαχάριων των υπερσαχάριων
    αιτιατική τους υπερσαχάριους τις υπερσαχάριες τα υπερσαχάρια
     κλητική υπερσαχάριοι υπερσαχάριες υπερσαχάρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερσαχάριος < υπερ- + σαχάριος < Σαχάρα < αραβική صحارى (ṣaḥārā), πληθυντικός αριθμός του صحراء (ṣaḥrā: έρημος) < ρίζα ص ح ر (ṣ-ḥ-r)

Επίθετο

υπερσαχάριος, -α, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.